νοσήμωση

νοσήμωση
και νοσημίαση, η
ιατρ. βλ. νοζεμίαση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόσημα + -ωση / -ίαση*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • νοζεμίαση — και νοζέμωση ή νοσημίαση και νοσήμωση, η (κτην.) σοβαρή μεταδοτική νόσος τών μελισσών η οποία προσβάλλει τον πεπτικό τους σωλήνα και οφείλεται στο πρωτόζωο Nosema apis. [ΕΤΥΜΟΛ. Από την ονομασία τού πρωτοζώου Nozema apis + κατάλ. ωση] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”